- μετριοπότης
- μετριο-πότης, ου, ὁ,A moderate in drinking, X.Ap.19: [comp] Sup.
μετριοποτίστατος Poll.6.20
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μετριοποτίστατος Poll.6.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μετριοπότης — μετριοπότης, ὁ (Α) αυτός που πίνει με μέτρο, με μέτριο τρόπο, μετρημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. οινο πότης] … Dictionary of Greek
μετριοπότης — moderate in drinking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριοπότου — μετριοπότης moderate in drinking masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριοποσία — μετριοποσία, ἡ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «μετριότης ἐν τῷ πίνειν». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετριοπότης (με συριστικοποίηση τού τ πριν από ι )] … Dictionary of Greek
μετριοποτώ — μετριοποτῶ, έω (Α) [μετριοπότης] πίνω με μέτριο τρόπο, μετρημένα … Dictionary of Greek